βούσταθμον

From LSJ
Revision as of 21:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούσταθμον Medium diacritics: βούσταθμον Low diacritics: βούσταθμον Capitals: ΒΟΥΣΤΑΘΜΟΝ
Transliteration A: boústathmon Transliteration B: boustathmon Transliteration C: voystathmon Beta Code: bou/staqmon

English (LSJ)

τό,

   A ox-stall, E.Hel.29, IA76, Lyc.92 (pl.): in masc. form, ἀμφὶ βουστάθμους E.Hel.359 (lyr.):—as Adj., βουστάθμου κάπης S.Ichn.8.

German (Pape)

[Seite 459] τό, Ochsenstall, Eur. I. A. 76. 363 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

βούσταθμον: τό, σταῦλος βοῶν, Εὐρ. Ἑλ. 29, Ι. Α. 76· ὡσαύτως ἀρσ., ἀμφὶ βουστάθμους ὁ αὐτ. Ἑλ. 359· - οὕτω βούστᾰσις, εως, ἡ, Αἰσχύλ. Πρ. 653· βουστασία, ἡ, Λουκια. Ἀλεξ. 1· καὶ βουστάς, άδος, ἡ, Σοφ. Ἀποσπ. 417.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
étable.
Étymologie: βοῦς, σταθμόν.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Alolema(s): -μος, ὁ E.Hel.359
establo para ganado bovino βουστάθμου κάπης S.Fr.314.14, frec. plu., E.Hel.29, l.c., IA 76, Lyc.92.

Greek Monolingual

βούσταθμον, το (Α)
στάβλος βοδιών.

Greek Monotonic

βούσταθμον: τό και βού-σταθμος, ὁ, στάβλος των βοδιών, σε Ευρ.