γαργαρεών

From LSJ
Revision as of 18:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαργᾰρεών Medium diacritics: γαργαρεών Low diacritics: γαργαρεών Capitals: ΓΑΡΓΑΡΕΩΝ
Transliteration A: gargareṓn Transliteration B: gargareōn Transliteration C: gargareon Beta Code: gargarew/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A uvula, Hp.Prog.[23], Arist.Resp.474a20; γ. ἀνεσπασμένος Hp.Epid.3.1.σ, cf. Gal.UP7.5.    2 a morbid condition thereof, = σταφυλή, Hp.Aff.4.    3 trachea, Arist.HA492b11.

German (Pape)

[Seite 475] ῶνος, der Zapfen im Munde, Arist. H. A. 1, 11; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

γαργαρεών: -ῶνος, ὁ, ἡ σταφυλὴ ἐν τῷ στόματι, Λατ. uvula, Ἱππ. Προγν. 45, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 7· γ. ἀνεσπασμένος Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1074. Πρβλ. πρηγορεών.

Spanish (DGE)

-ῶνος, ὁ
medic.
1 úvula, campanilla Hp.Prog.23, Morb.2.10, 29, 33, Epid.3.1.6, Arist.Iuu.474a20, HA 492b10, Gal.3.526, 14.713, Cyran.4.77.4, 6.4.2, Erot.29.16, Hsch.
2 inflamación aguda de la campanilla ἢν δὲ ἡ σταφυλὴ κατακρεμασθῇ καὶ πνίγῃ, ἔνιοι δὲ τοῦτο καλοῦσι γαργαρεῶνα Hp.Aff.4.

Greek Monolingual

γαργαρεών, ο (AM)
η επιγλωττίδα, η σταφυλή της υπερώας
αρχ.
η τραχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαργαρίζω. Πρόκειται για μεταρρηματικό τ. (πρβλ. ανθερεών)].

Russian (Dvoretsky)

γαργᾰρεών: ῶνος ὁ язычок заднего неба (uvula) Arst.