γοητής

From LSJ
Revision as of 22:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοητής Medium diacritics: γοητής Low diacritics: γοητής Capitals: ΓΟΗΤΗΣ
Transliteration A: goētḗs Transliteration B: goētēs Transliteration C: goitis Beta Code: gohth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A wailer, γοητῶν νόμον A.Ch. 822 codd. (γοατάν Herm.), cf. Tim.Pers.112.

Greek (Liddell-Scott)

γοητής: -οῦ, Δωρ. γοατάς, ᾶ, ὁ, (γοάω) ὁ κραυγάζων, γοατῶν νόμον (Herm. γοατὰν ὡς ἐπίθ.) Αἰσχύλ. Χο. 822.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui gémit, qui se lamente.
Étymologie: γοάω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
el que lanza gemidos γοηταὶ θρηνώδει κατείχοντ' ὀδυρμῷ Tim.15.102.

Greek Monolingual

γοητής, ο, δωρ. τ. γοατάς, ο (Α) γοώ
θρηνώδης.

Greek Monotonic

γοητής: -οῦ, ὁ (γοάω), Δωρ. γοᾱτάς, -ᾶ, αυτός που κραυγάζει· ή με επιρρ. σημασία, με κλαυθμούς και οδυρμούς, σε Αισχύλ.