γόμφωμα

From LSJ
Revision as of 22:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γόμφωμα Medium diacritics: γόμφωμα Low diacritics: γόμφωμα Capitals: ΓΟΜΦΩΜΑ
Transliteration A: gómphōma Transliteration B: gomphōma Transliteration C: gomfoma Beta Code: go/mfwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is fastened by bolts, frame-work, Plu.Marc.15.    2 = γόμφος, Id.2.321d, Longus 2.26.    3 metaph., κλειδῶν ἀχαλκεύτων γ. Vett. Val.334.11 (pl.).

German (Pape)

[Seite 501] τό, das durch γόμφοι Zusammengefügte, Verband des Schiffes, Long. past. 2, 26; der Schiffsbrücke, Plut. Marcell. 15; auch = γόμφος, fort. Rom. 9.

Greek (Liddell-Scott)

γόμφωμα: τό, τὸ διὰ γόμφων συμπηγνύμενον, τὸ σκελετόν, Πλούτ. Μαρκ. 15·― ἀλλὰ = γόμφος, ὁ αὐτ. 2. 321D.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 pont d’un navire assujetti au moyen de chevilles;
2 cheville, clou.
Étymologie: γομφόω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 armadura, entramado constituido por piezas unidas con clavos τὸ γ. (τῆς μηχανῆς) διέσεισαν Plu.Marc.15.
2 plu. pernos, clavos, clavazón esp. de un barco γομφώμασι καὶ πρίοσι καὶ πελέκεσι Plu.2.321d, (δελφῖνες) ἔλυον τὰ γομφώματα Longus 2.26.2
dientes de una llave, Vett.Val.320.32.

Greek Monolingual

το (AM γόμφωμα) γομφώ
ο σκελετός, το σκαρί
αρχ.
ο γόμφος.

Greek Monotonic

γόμφωμα: -ατος, τό, αυτό που ασφαλίζεται, συνδέεται με καρφιά, ο «σκελετός», σε Πλούτ.