δειλιάζω

From LSJ
Revision as of 11:00, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειλιάζω Medium diacritics: δειλιάζω Low diacritics: δειλιάζω Capitals: ΔΕΙΛΙΑΖΩ
Transliteration A: deiliázō Transliteration B: deiliazō Transliteration C: deiliazo Beta Code: deilia/zw

English (LSJ)

to be cowardly, cj. in Ancr. 85 P., λίην δὲ δειλιάζεις Anacr. ap. Ptol.Ascal. p. 409 H.

Spanish (DGE)

quedarse pasmadoglos. a κατατεθήπειν Hsch.

Greek Monolingual

δειλιάζω)
κατέχομαι από φόβο για κάτι, διστάζω να κάνω κάτι («δειλιάζετε σε πόλεμον να βγήτε»)
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον να δειλιάσει («τίποτε δεν με δειλιάζει»)
2. αποκάμνω, κουράζομαι («τα χέρια μου αναδεύονται ακόμη δειλιασμένα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εδειλίασα, αόρ. του αρχ. δειλιώ].