δασύκνημος

From LSJ
Revision as of 22:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσῠκνημος Medium diacritics: δασύκνημος Low diacritics: δασύκνημος Capitals: ΔΑΣΥΚΝΗΜΟΣ
Transliteration A: dasýknēmos Transliteration B: dasyknēmos Transliteration C: dasyknimos Beta Code: dasu/knhmos

English (LSJ)

Dor. -κναμος, ον,

   A shaggy-legged, Πάν AP6.32 (Agath.); γέρων Nonn.D.13.45.

German (Pape)

[Seite 524] mit dichtbehaarten Schenkeln, Πάν Agath. 29 (VI, 32); Σείληνες Nonn. D. 13, 45.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσύκνημος: -ον, ὁ ἔχων δασείας, κεκαλυμμένας διὰ τριχῶν κνήμας, Ἀνθ. Π. 6. 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux jambes velues.
Étymologie: δασύς, κνήμη.

Spanish (DGE)

(δᾰσύκνημος) -ον

• Alolema(s): dór. -κνᾱμος AP 6.32 (Agath.)
de pantorrillas velludas Πάν AP l.c., γενέθλη de los Silenos, Nonn.D.13.45
velludo Πᾶνες ... ποσσὶ δασυκνήμοισι περισκαίροντες Nonn.D.9.203.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δασύκνημος, -ον
Α και δωρ. τ. δασύκναμος, -ον)
αυτός που έχει κνήμες με πυκνές τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + -κνημος < κνήμη «η γάμπα»].

Greek Monotonic

δᾰσύκνημος: -ον (κνήμη), αυτός που έχει τριχωτά πόδια, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.