διαμέρισμα
From LSJ
Ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → The mountain was in labor—even Zeus was afraid—but gave birth to a mouse
Spanish (DGE)
-ματος, τό porción glos. a δάσμα Hsch.
Greek Monolingual
το
1. τμήμα, μέρος ενός διαχωρισμένου συνόλου
2. (για οικήματα) σύνολο δωματίων με τους απαραίτητους βοηθητικούς χώρους που χρησιμοποιείται ως κατοικία οικογένειας είτε ατόμου ή για γραφεία
3. τμήμα πόλης
4. μεγάλη διοικητική περιφέρεια
5. στρατιωτικός τομέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγέλου Βλάχου].