διαμέρισμα

From LSJ
Revision as of 18:25, 18 December 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]g" to "]] g")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Spanish (DGE)

-ματος, τό porción glos. a δάσμα Hsch.

Greek Monolingual

το
1. τμήμα, μέρος ενός διαχωρισμένου συνόλου
2. (για οικήματα) σύνολο δωματίων με τους απαραίτητους βοηθητικούς χώρους που χρησιμοποιείται ως κατοικία οικογένειας είτε ατόμου ή για γραφεία
3. τμήμα πόλης
4. μεγάλη διοικητική περιφέρεια
5. στρατιωτικός τομέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγέλου Βλάχου].