διερείδομαι
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Greek Monolingual
(AM διερείδομαι) ερείδω
μέσ. στηρίζομαι, ακουμπώ
αρχ.
1. υποστηρίζω, υποστυλώνω
2. μέσ. αντιστέκομαι
3. κρατώ σε απόσταση, χωριστά.
Greek Monotonic
διερείδομαι: μέλ. -είσομαι, Μέσ., γέρνω, κλίνω πάνω σε, στηρίζομαι, ακουμπώ, τινι, σε Ευρ.