δίκερως
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
Greek (Liddell-Scott)
δίκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, δύο κέρατα ἔχων, Ὕμν. Ὁμ. 18.2, Ἀνθ. Π. 6.32, κτλ.· ὡσαύτως δίκερως, ων, Ἀριστ. Ἱ.Ζ.5.4, 32.
French (Bailly abrégé)
ως, ων ; gén. ωτος;
à deux cornes.
Étymologie: δίς, κέρας.
Spanish (DGE)
-ων
• Prosodia: [-ῐ-]
bicorne φύσις de la luna, Orph.Fr.274, cf. AP 5.123 (Phld.), Orac.Sib.5.517, de Pan AP 9.142, de Adonis, Orph.H.56.6
•de ciertos animales μώνυχον δὲ καὶ δ. οὐδὲν ὦπται no se ha visto ningún solípedo y a la vez bicorne Arist.HA 499b18, δ. καὶ ταυροειδής del insecto ciervo volante, Horap.1.10.
Greek Monolingual
(-ωτος), ο (Α δίκερως, ο, η και δίκερως, -ων)
νεοελλ.
ο μαύρος ρινόκερος της Αφρικής
αρχ.
(για ζώα ή για τη σελήνη) αυτός που έχει δύο κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κερως < πιθ. γεν. κέρα (σ)ος της λ. κέρας (πρβλ. άκερως)].
Greek Monotonic
δίκερως: -ωτος, ὁ, ἡ (κέρας), αυτός που έχει δύο κέρατα, σε Ομηρ. Ύμν.