δόρκος
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
German (Pape)
[Seite 658] ὁ, dasselbe, Opp. C. 2, 324. 3, 3.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ memoria Alcm.133.
-ου, ὁ
• Alolema(s): ἴορκος Ar.Byz.Epit.132.9, Opp.C.2.296, 3.3
zool. gacela o corzo, Ceruus capreolus L., dif. de ἔλαφος Dsc.2.75, T.Aser.4.5, dif. de δορκάς Ar.Byz.l.c., como pieza de caza κεραοί SEG 37.1438.3 (Damasco II d.C.), ὠκύτεροι Opp.C.2.315, cf. ll.cc., apreciado por su carne, Philostr.Gym.43, δ. καὶ κύνες espectáculo en el circo POxy.2707.9 (VI d.C.).
Greek Monolingual
ο (Α δόρκος)
νεοελλ.
μεγάλος κάνθαρος της οικογένειας τών λουκανιδών
αρχ.
βλ. δορκάς.