δολῶπις
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A artful-looking, treacherous, S.Tr.1050.
German (Pape)
[Seite 655] ιδος, ἡ, mit listigem, betrüglichem Antlitz, Soph. Tr. 1039.
Greek (Liddell-Scott)
δολῶπις: -ιδος, ἡ, ἡ δολεροὺς ὀφθαλμοὺς ἔχουσα, Σοφ. Τρ. 1050.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
à l’œil rusé ou perfide.
Étymologie: δόλος, ὤψ.
Spanish (DGE)
-ιδος de mirada traidora ἡ δ. Οἰνέως κόρη S.Tr.1050.
Greek Monolingual
δολῶπις, η (Α)
αυτή που έχει δολερά μάτια.
Greek Monotonic
δολῶπις: -ιδος, ἡ (ὤψ), αυτή που έχει πονηρό βλέμμα, ύπουλη, σε Σοφ.