δυσήκεστος

From LSJ
Revision as of 18:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσήκεστος Medium diacritics: δυσήκεστος Low diacritics: δυσήκεστος Capitals: ΔΥΣΗΚΕΣΤΟΣ
Transliteration A: dysḗkestos Transliteration B: dysēkestos Transliteration C: dysikestos Beta Code: dush/kestos

English (LSJ)

ον,

   A hard to heal or cure, Hp.Fract.29, AP3.19 (Cyzicus).

German (Pape)

[Seite 680] schwer zu heilen; Hippocr.; vgl. Anth. III, 19.

Greek (Liddell-Scott)

δυσήκεστος: -ον, δυσθεράπευτος, δυσίατος, Ἱππ. Ἀγμ. 770, Ἀνθ. Π. 3. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à guérir.
Étymologie: δυσ-, ἀκέομαι.

Spanish (DGE)

v. δυσάκεστος.

Greek Monolingual

δυσήκεστος, -ον (Α)
δύσκολος να θεραπευθεί.

Greek Monotonic

δυσήκεστος: -ον, αυτός που δύσκολα θεραπεύεται ή διορθώνεται, σε Ανθ.