δυσκράτητος

From LSJ
Revision as of 12:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκράτητος Medium diacritics: δυσκράτητος Low diacritics: δυσκράτητος Capitals: ΔΥΣΚΡΑΤΗΤΟΣ
Transliteration A: dyskrátētos Transliteration B: dyskratētos Transliteration C: dyskratitos Beta Code: duskra/thtos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A hard to control, τὸ δ. τῆς ἐπιβολῆς D.S.3.3; ungovernable, ill-disciplined, J.AJ19.4.1; γηρῶντι ἤδη δ. εἶναι (sc. τὴν ἀρχήν) App.Syr. 61.

German (Pape)

[Seite 683] schwer zu besiegen, D. Sic. 3, 3.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκράτητος: [ᾰ], -ον, δυσκατανίκητος, δυσκατάβλητος, Διόδ. 3. 3.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 difícil de gobernar (τὴν ἀρχήν) γηρῶντι ἤδη δυσκράτητον εἶναι App.Syr.61
incontrolable, indisciplinado ἀνθρώπων πλῆθος I.AI 19.243
difícil de tratar de la enfermedad, Archig. en Orib.44.23.4
neutr. subst. τὸ δ. dificultad de contrarrestar μὴ καταπολεμῆσαι διὰ ... τὸ δ. τῆς ἐπιβολῆς D.S.3.3.
2 inabarcable τῶν ἐγκωμίων ... ὁ λόγος Hymn.Is.21 (Maronea).

Greek Monolingual

δυσκράτητος, -ον (Α)
1. δυσκολονίκητος
2. δυσκολοκυβέρνητος
3. αυτός που δύσκολα υπομένει την εξουσία κάποιου.

Russian (Dvoretsky)

δυσκράτητος: с трудом управляемый, которым трудно овладеть: τὸ δυσκράτητον τῆς ἐπιβολῆς Diod. неосуществимость замысла.