εἰσκαταβαίνω
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
A go down into, c. acc., ὄρχατον Od.24.222; δόμον Orac. ap. Hdt.5.92. έ.
German (Pape)
[Seite 743] (s. βαίνω), in Etwas hinabsteigen; ὄρχατον Od. 24, 222; vgl. or. bei Her. 5, 92.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκαταβαίνω: καταβαίνω, εἰς, μετ’ αἰτιατ., ὄρχατον ἐσκαταβαίνων Ὀδ. Ω. 222· δόμον Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 92.
Greek Monolingual
εἰσκαταβαίνω (Α)
κατεβαίνω μέσα σε κάτι.
Greek Monotonic
εἰσκαταβαίνω: κατεβαίνω μέσα σε, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.