ἐκβόλιμος

From LSJ
Revision as of 07:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκβόλιμος Medium diacritics: ἐκβόλιμος Low diacritics: εκβόλιμος Capitals: ΕΚΒΟΛΙΜΟΣ
Transliteration A: ekbólimos Transliteration B: ekbolimos Transliteration C: ekvolimos Beta Code: e)kbo/limos

English (LSJ)

ον,

   A thrown out, ejected : ἐκβόλιμον abortion, Arist. HA575a28 ; τὰ ἐ. τῶν ἐμβρύων Id.PA665b1 ; τῶν ᾠῶν Id.GA752b4, cf. POxy.464.21.    2 metaph., abortive, futile, [δόξα] Phld.Po.5.29, cf. Plu.2.44d ; to be rejected, ἄκυρον καὶ ἐ. PGrenf.2.71 ii II (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 755] ausgeworfen, verworfen, Plut. de aud. 8: bes. zu früh geboren, Arist. H. A. 6, 21 Part. anim. 3, 4: ᾠόν Gener. an. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβόλιμος: -ον, ἐκριφθείς, ἐκβληθείς· - ἐκβόλιμον, τό, τὸ προώρως γεννηθέν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 3, π. Ζ., Μορ. 3. 4, 2· ἐν τοῖς ἐκβολίμοις τῶν μικρῶν ᾠῶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 6· πρβλ. ἐκβολὰς 2, ἐμβόλιμος 2) μεταφ. ταπεινός, φαῦλος, πρόστυχος, Πλούτ. 2. 44Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d’être rejeté, abject.
Étymologie: ἐκβολή.

Spanish (DGE)

-ον
1 expulsado, abortado τὰ ἐμβόλιμα τῶν ἐμβρύων Arist.PA 665b1, τὰ ἐκβόλιμα τῶν ᾠῶν Arist.GA 752b4, cf. HA 575a28
tal vez abandonado, expuesto astrol. en POxy.464.21.
2 despreciable, abyecto de una opinión, Phld.Po.5.32.1, de un orador, Plu.2.44d
rechazable, inválido τοῦτο ἄκηρον (l. -κυ-) εἶναι καὶ ἐκβόλημον (sic) PGrenf.2.71.2.11 (III d.C.), cf. BGU 1574.21 (II d.C.).

Greek Monolingual

ἐκβόλιμος, -ον (Α)
1. αυτός που αποβλήθηκε
2. μάταιος, επιπόλαιος
3. απόβλητος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκβόλιμον
παιδί που γεννήθηκε πρόωρα ή έμβρυο που αποβλήθηκε.

Russian (Dvoretsky)

ἐκβόλιμος: 1) недоношенный (ἔμβρυον Arst.);
2) негодный, нелепый (ἐ. καὶ διημαρτημένος Plut.).