Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔκφατος

From LSJ
Revision as of 19:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκφᾰτος Medium diacritics: ἔκφατος Low diacritics: έκφατος Capitals: ΕΚΦΑΤΟΣ
Transliteration A: ékphatos Transliteration B: ekphatos Transliteration C: ekfatos Beta Code: e)/kfatos

English (LSJ)

ον,

   A beyond power of speech, Max.451.    II (ἔκφημι) Adv. -τως with loud voice or ineffably, impiously, A.Ag.706.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκφᾰτος: -ον, ἄφατος, ἀνέκφραστος, Μάξιμ. π. καταρχ. 451. ‒ Ἐπίρρ. -τως, μετὰ φωνῆς μεγάλης (πρβλ. ἔκφημι), ἢ ἀρρήτως, ἀσεβῶς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 705· ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que la parole ne peut exprimer.
Étymologie: ἐκ, φημί.

Spanish (DGE)

(ἔκφᾰτος) -ον
1 inefable σέλας Max.451.
2 adv. -ως dud. con clara voz, o bien de forma inefable ἐ. τίοντας A.A.706.

Greek Monolingual

ἔκφατος, -ον (Α)
Ι. αυτός που δεν μπορεί να εκφραστεί, ανέκφραστος, άφατος
II. επίρρ. ἐκφάντως
1. με μεγάλη φωνή, φανερά, εκφραστικά, ρητώς, σαφώς
2. ασεβώς, αρρήτως, κατά τρόπο που δεν μπορεί ή δεν πρέπει να λεχθεί («τὸ νυμφότιμον μέλος ἐκφάτως τίοντας», Αισχ.).

Greek Monotonic

ἔκφᾰτος: -ον, αυτός που είναι πέρα από τη δύναμη του λόγου, που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια, ανείπωτος, άρρητος, άφατος· επίρρ. -τως, ανείπωτα, ασεβώς, σε Αισχύλ.