εμμανής

Revision as of 20:00, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Greek Monolingual

-ές (AM ἐμμανής, -ές)
μετά μανίας, μανιώδης, παράφορος («θεοῦ πνοιαῑσιν ἐμμανής» — τρελή από θεϊκή έμπνευση).