ἐνεχυριάζω

From LSJ
Revision as of 19:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεχῠριάζω Medium diacritics: ἐνεχυριάζω Low diacritics: ενεχυριάζω Capitals: ΕΝΕΧΥΡΙΑΖΩ
Transliteration A: enechyriázō Transliteration B: enechyriazō Transliteration C: enechyriazo Beta Code: e)nexuria/zw

English (LSJ)

ἐνεχῠρ-ιασμός, later forms for ἐνεχυράζω, -ασμός, Just.Nov.134.7, 52.1, Gloss.:—also ἐνεχῠρ-ιασία, ἐνεχῠρ-ίασις, ἐνεχῠρ-ιαστής, ib.

German (Pape)

[Seite 840] schlechtere Form für ἐνεχυράζω, Pol. 6, 37, 8, u. so die Abgeleiteten.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεχῠριάζω: -ιασμός, τύπος πλημμελὴς ἀντὶ ἐνεχυράζω, -ασμός.

Spanish (DGE)

• Morfología: [delf. aor. inf. -ιάξαι IGC 40.17 (Delfos IV a.C.)]
1 tomar en prenda, embargar cautelarmente ἴ κα ὁ πράκτηρ ἐνεχυριάξαι πλέον θέλῃ ἐνιαυτοῦ τόκον IGC 40.17 (Delfos IV a.C.), en uso abs. Plb.6.37.8, I.AI 4.268.
2 dejar en prenda, empeñar, pignorar πρόσωπον ἐλεύθερον ὑπὲρ χρέους Iust.Nou.134.7, cf. Gloss.2.298, abs. ἐνεχυριάζω διὰ τοῦ οἰκονόμου SB 12943.4 (VI d.C.).

Greek Monolingual

ἐνεχυριάζω)
δίνω κάτι ως ενέχυρο για να πάρω δάνειο
μσν.
παίρνω κάτι ως ενέχυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το ενεχυράζω με επίδραση τών ρ. σε -ιάζω].

Russian (Dvoretsky)

ἐνεχῠριάζω: Polyb. = ἐνεχυράζω.