ενζεύγνυμι
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
Greek Monolingual
ἐνζεύγνυμι και ἐνζευγνύω και ποιητ. τ. ἐνιζεύγνυμι, ἐνιζευγύω (Α) ζεύγνυμι
1. δένω με δεσμά, προσδένω, εμπλέκω, σφιχτοδένω
2. (ειδ.) ζεύω, βάζω στον ζυγό («ἐνιζευχθέντες ταῦροι», Απολλ. Ρόδ.)
3. μτφ. μπερδεύω, δένω κάποιον, τον εμπλέκω μέσα σε κάτι («ἀνάγκαις ταῑσδ' ἐνέζευγμαι τάλας», Αισχ.).