Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
ἐξαρύω (Α) αρύω
1. πιέζω, εκθλίβω, συνθλίβω
2. αντλώ από κάπου, βγάζω με άντληση («θεῖον ποτὸν ἐξαρύων», Ορφ.)
3. αποστερώ τελείως, αποξηραίνω
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐξαρ(υ)όμεναι
ἐξ ἀγκῶνος φλεβοτομούμεναι».