ἐπαποκτείνω

From LSJ
Revision as of 15:13, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαποκτείνω Medium diacritics: ἐπαποκτείνω Low diacritics: επαποκτείνω Capitals: ΕΠΑΠΟΚΤΕΙΝΩ
Transliteration A: epapokteínō Transliteration B: epapokteinō Transliteration C: epapokteino Beta Code: e)papoktei/nw

English (LSJ)

   A kill besides, D.C.49.23:—also ἐπαπο-κτιννύω, Aristid. Or.25(43).23.

German (Pape)

[Seite 904] dabei, ἐπὶ τούτῳ, tödten, D. Cass. 49, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαποκτείνω: ἀποκτείνω, φονεύω τινὰ μετ’ ἄλλον, καὶ αὐτὸν ἐκεῖνον δυσανασχετοῦντα ἐπὶ τούτῳ ἐπαπέκτεινε Δίων Κ. 49. 23.

Greek Monolingual

ἐπαποκτείνω και ἐπαποκτιννύω (Α)
σκοτώνω κάποιον μετά από κάποιον άλλο («αὐτὸν ἐκεῑνον δυσανασχετοῡντα ἐπὶ τούτῳ ἐπαπέκτεινε», Δίων Κάσα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αποκτείνω «σκοτώνω»].