ἐπιθωρακίζομαι
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
A put on one's armour, v.l. for θωρακ- (q.v.).
German (Pape)
[Seite 944] sich den Panzer anlegen, Xen. Cyr. 3, 3, 27.
French (Bailly abrégé)
endosser une cuirasse.
Étymologie: ἐπί, θωρακίζω.
Greek Monolingual
ἐπιθωρακίζομαι (Α)
φορώ τον θώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θωρακίζομαι «φορώ θώρακα»].
Greek Monotonic
ἐπιθωρᾱκίζομαι: Μέσ., οπλίζομαι, εξοπλίζομαι, σε Ξεν.