επιθυμώ

From LSJ
Revision as of 14:20, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπιθυμῶ, -έω)
έχω την επιθυμία, ορέγομαι να αποκτήσω ή να κάνω κάτι, θέλω
νεοελλ.
έχω την αξίωση, δίνω την εντολή, απαιτώ
μσν.- νεοελλ.
ποθώ ερωτικά
μσν.
1. εύχομαι να γίνει κάτι
2. μού αρέσει κάτι
3. στερούμαι κάτι
4. εποφθαλμιώ κάτι
5. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) πεθυμημένος, -η, -ο
α) επιθυμητός
β) αυτός που επιθυμεί κάτι
αρχ.
1. έχω επιθυμίες, ορέξεις
2. (το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ἐπιθυμοῦν
η επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -θυμώ (< θυμός «ψυχή, καρδιά»)].