ἐρευγμός

From LSJ
Revision as of 08:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρευγμός Medium diacritics: ἐρευγμός Low diacritics: ερευγμός Capitals: ΕΡΕΥΓΜΟΣ
Transliteration A: ereugmós Transliteration B: ereugmos Transliteration C: erevgmos Beta Code: e)reugmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A eructation, Id.Coac.138 (pl.), Arist.Pr.895b15.

German (Pape)

[Seite 1025] ὁ, das Aufstoßen, Erbrechen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρευγμός: ὁ, = ἔρευγμα, «ῥέψιμον», Ἱππ. Κωακ. Προγν. 138, Ἀριστ. Προβλ. 10. 44.

Greek Monolingual

ο (AM ἐρευγμός και ἐρυγμός) [[[ερεύγομαι]] (I)]
η θορυβώδης εκβολή στομαχικού αερίου από το στόμα, το ρέψιμο.

Russian (Dvoretsky)

ἐρευγμός: ὁ отрыжка Arst.