ἐριφλεγής
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ές,
A much-flaming, Nonn.D.26.33.
German (Pape)
[Seite 1031] ές, sehr brennend, Nonn. D. 26, 33 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριφλεγής: -ές, ὁ πάνυ φλέγων, Νόνν. Δ. 26. 33.
Greek Monolingual
ἐριφλεγής, -ές (AM)
αυτός που φλέγει πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. επιτ. μόριο ερι- + -φλεγής (< φλέγω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ζα-φλεγής, πυρι-φλεγής)].