Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank
ἑτερώνιος, -ον (Μ)
αυτός που είναι κτήμα, ιδιοκτησία άλλων, ο αγορασμένος από άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτερος + αιολ. κατάλ. -ώνιος, αντίστοιχη της -οιος (πρβλ. αλλ-ώνιος)].