εὔθηλος

From LSJ
Revision as of 23:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔθηλος Medium diacritics: εὔθηλος Low diacritics: εύθηλος Capitals: ΕΥΘΗΛΟΣ
Transliteration A: eúthēlos Transliteration B: euthēlos Transliteration C: eythilos Beta Code: eu)/qhlos

English (LSJ)

ον, (θηλή)

   A with distended udder, E.IA579 (lyr.), Ba.737, AP9.224 (Crin.); εὐ. μαστὸς θεᾶς Lyc.1328.

German (Pape)

[Seite 1069] mit gutem, vollem Euter, πόρις Eur. Bacch. 737; I. A. 579; μαστὸς θεᾶς, der Göttinn volle Brust, Lyc. 1328.

Greek (Liddell-Scott)

εὔθηλος: -ον, (θηλή) ἔχων θηλὴν σφριγῶσαν, εὔθηλον πόριν Εὐρ. Βάκχ. 737· εὔθηλοι δὲ τρέφοντο βόες Ι. Τ. 580· μαστὸν εὔθηλον θεᾶς Λυκόφρ. 1328.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux mamelles pleines de lait, p. ext. aux mamelles gonflées.
Étymologie: εὖ, θηλή.

Greek Monolingual

εὔθηλος, -ον (Α)
1. (για θηλ.) αυτή που έχει ευτραφείς μαστούς («αἶγα εὔθηλον»)
2. (ως επίθ. του μαστού) ευτραφής, μεγάλος («μαστὸν εὔθηλον θεᾱς», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηλή.

Greek Monotonic

εὔθηλος: -ον (θηλή), αυτός που έχει σφριγηλή θηλή, σε Ευρ.