εὐρύστομος

From LSJ
Revision as of 23:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρύστομος Medium diacritics: εὐρύστομος Low diacritics: ευρύστομος Capitals: ΕΥΡΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: eurýstomos Transliteration B: eurystomos Transliteration C: evrystomos Beta Code: eu)ru/stomos

English (LSJ)

ον,

   A widemouthed, μῆτραι Hp.Mul.1.48, cf. X.Eq.10.10, Ath.10.453a.

German (Pape)

[Seite 1095] mit breitem Munde, weiter Oeffnung, Hippocr.; Xen. Equ. 10, 10; von Menschen, bei Ath. X, 453 a; κλίβανος Strab. XVI, 754.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύστομος: -ον, ἔχων εὐρὺ στόμα, Ἱππ. 609, 12, Ξεν. Ἱππ. 10. 10, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à large bouche;
2 à large ouverture.
Étymologie: εὐρύς, στόμα.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐρύστομος, -ον)
αυτός που έχει ευρύ στόμα, πλατύτερο από το συνηθισμένο
νεοελλ.
1. (για αγγεία) αυτό που έχει ευρύ στόμιο
2. το αρσ. ως ουσ. ο ευρύστομος
γένος κορακιόμορφων πτηνών της οικογένειας coraciidae
μσν.-αρχ.
αυτός που μιλάει ασυλλόγιστα και ανεξέλεγκτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί-στομος, ελευθερό-στομος].

Greek Monotonic

εὐρύστομος: -ον (στόμα), αυτός που έχει μεγάλο στόμα ή στόμιο, σε Ξεν. κ.λπ.