ἐφήβαρχος
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ὁ, (ἔφηβος, ἄρχω)
A overseer of the youth, a magistrate in several Greek cities, OGI339.42 (Sestos), IG12(2).134 (Mytilene, in form ἐφάβ-), 12(3).524 (Thera), SIG798.23 (Cyzicus), etc., cf. Arr.Epict.3.1.34, 7.19:
German (Pape)
[Seite 1116] ὁ, Aufseher über die Jünglinge (s. ἔφηβος), Arr. Epict. 3, 1, 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφήβαρχος: ὁ, (ἔφηβος, ἄρχω) ἐπόπτης τῶν ἐφήβων, ἄρχων τις ἔν τισι τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων, οἷον ἐν Ἐδέσσῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1997c (προσθῆκαι)· ἐν Κυζίκῳ, 3660, κτλ.· ἴδε Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 34., 7. 19· - ἐφηβαρχέω, ἔχω τὸ ἀξίωμα τοῦτο, ἐν Βερροίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1957g (προσθῆκαι)· ἐν Τέῳ, 3085-6· ἐν Φιλαδελφείᾳ, 3421· ἐν Κυζίκῳ, 3665.
Greek Monolingual
ἐφήβαρχος, ὁ (Α)
επιγρ. επόπτης τών εφήβων σε μερικές ελληνικές πόλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έφ-ηβος + -αρχος (< άρχω), πρβλ. έπ-αρχος, τριήρ-αρχος].