ζακρυόεις
English (LSJ)
εσσα, εν, (κρυόεις)
A very numbing, freezing, θάνατος Alc. Supp.12.8.
Greek Monolingual
ζακρυόεις, -εσσα, -εν (Α)
κρύος, κρυερός, παγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το δακρυόεις (πρβλ. ζάπεδο αντί δάπεδο, ζακόρος αντί δακόρος), ενώ πρόκειται απλώς για σύνθετη λέξη από το επιτατικό ζα και το κρυόεις (< κρύος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζακρυόεις -εσσα -εν [ζα-, κρυόεις] Αeol. ijselijk:. θάνατος ζ. de ijselijke dood Alc. 34.8.