ἀντλητήρ
From LSJ
Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A one who drawswater, Poll.10.31; ληνῶν Man.4.257. 2 = κάδος ναυτικός, Hsch. II ladle, Ath.10.424a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντλητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἀντλῶν ὕδωρ, Πολυδ. Ι΄, 31· ληνῶν Μανέθων 4. 257: = κύαθος, κύαθον δ’ ἐπὶ τοῦ ἀντλητῆρος Πλάτων εἴρηκεν ἐν τῷ Φάωνι οὕτως κτλ. Ἀθήν. 424Α. - καθ’ Ἡσύχ. «ἀντλητήρ· κάδος ναυτικός».