ζυγοποιός
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
ὁ,
A maker of yokes, Pherecr.130.
German (Pape)
[Seite 1141] der Joche verfertigt, Pherecr. Ath. VI, 269 c.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγοποιός: -όν, ὁ κατασκευάζων ζυγοὺς (ἁμάξης), Φερεκράτ. Περσ. 1. 1.
Greek Monolingual
ζυγοποιός, -όν (Α)
αυτός που κατασκευάζει ζυγούς άμαξας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + -ποιος (< ποιώ)].