Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Full diacritics: θεαροδοκία | Medium diacritics: θεαροδοκία | Low diacritics: θεαροδοκία | Capitals: ΘΕΑΡΟΔΟΚΙΑ |
Transliteration A: thearodokía | Transliteration B: thearodokia | Transliteration C: thearodokia | Beta Code: qearodoki/a |
Doric for θεωροδοκία.
θεαροδοκία, ἡ (Α)
δωρ. τ. του θεωροδοκία.