φιλέω

From LSJ
Revision as of 19:49, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλέω Medium diacritics: φιλέω Low diacritics: φιλέω Capitals: ΦΙΛΕΩ
Transliteration A: philéō Transliteration B: phileō Transliteration C: fileo Beta Code: file/w

English (LSJ)

Aeol. φίλημμι Sapph.79, cf. Ead. Oxy.1787 Fr.1 + 2.24; 2sg. φίλησθα Ead.22; late 3pl.

   A φίλεισι Epigr.Gr.990.12 (Balbill.): Boeot. φίλειμι Hdn.Gr.2.930: Ep. inf. φιλήμεναι Il.22.265: Ion. and Ep. impf. φιλέεσκε 3.388, al.: fut. φιλήσω, Ep. inf. φιλησέμεν Od.4.171: aor. 1 ἐφίλησα Pi.P.2.16, etc.: pf. πεφίληκα ib. 1.13:—Med., Poet. 1 aor. ἐφῑλάμην; 3sg. ἐφίλατο, φίλατο, Il.5.61, 20.304, Call.Aet.Oxy. 2080.55; 3pl. φίλαντο Lyc.274; imper. φῖλαι Il.5.117, 10.280; subj. φίλωνται h.Cer.117, Hes.Th.97; but φίλατο as Pass., A.R.3.66; also part. φιλάμενος IG14.1549 (Rome):—Pass., fut. Med. φιλήσομαι in pass. sense, Od.1.123, 15.281, Antipho 1.19: fut. 3 πεφιλήσομαι Call. Del.270: aor. ἐφιλήθην E.Hec.1000, Pl.Phdr.253c: Ep. 3pl. ἐφίληθεν Il.2.668: pf. πεφίλημαι Pi.N.4.45, X.An.1.9.28; Dor. part. πεφιλᾱμένος Theoc. 3.3. [ῐ exceptin the forms ἐφίλατο, φῑλατο, etc.]: (φίλος):— love, regard with affection, opp. μισεῖν, Pl.R.334c, Arist.Rh.1380b34; φιλήσω τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων IG12.15.36; (on its relation to sexual love v. infr. 3); of the love of gods for men, φ. δέ ἑ μητίετα Ζεύς Il. 2.197; πέρι γάρ μ' ἐφίλει (of the love of the master for his swineherd) Od.14.146; (also ὃν περὶ κῆρι φ. Ζεὺς . . παντοίην φιλότητα Od.15.245, cf. Il.9.117); μάλα τούς γε φ. ἑκάεργος Ἀπόλλων Il.16.94; εἰ . . Ἕκτορά περ φιλέεις καὶ κήδεαι αὐτοῦ 7.204, etc.; of love for a child reared, Od. 15.370; αἰ δὲ μὴ φίλει, ταχέως φιλήσει κωὐκὶ θέλοισα Sapph.1.23; λόγοις φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην S.Ant.543; φιλέων φιλέοντα Pi.P.10.66; ὃν δ' ἐχρῆν φιλεῖν στυγεῖς A.Ch.907; μάλιστά σ' . . ἤχθηρα κἀφίλησ' ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ S.El.1363; ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνῄσκει νέος Men.125; ὅσα θεοὶ ἀνθρώποις οὓς φιλοῦσιν [διδόασιν] SIG 985.48 (Philadelphia, i B. C.); οἱ φιλοῦντές τινα his friends, freq. in messages and letters, OGI184.10 (Philae, i B. C.), Ep.Tit.3.15, PSI8.971.30 (iii/iv A. D.), etc.; φιλεῖν ἐμαυτήν, αὑτόν, E.Hel.999, Med.86, etc.:—Pass., to be beloved by one, ἐκ Διός Il.2.668; παρ' αὐτῇ 13.627, etc.; τινι E.Hec.1000.    2 treat affectionately or kindly, esp. welcome, entertain a guest, Od.4.29, 5.135, Il.3.207, etc.; φίλος δ' ἦν ἀνθρώποισιν, πάντας γὰρ φιλέεσκεν ὁδῷ ἔπι οἰκία ναίων Il.6.15; ξεῖνον ἐνὶ μεγάροισι φ. Od.8.42; ξεῖνον ἄγων ἐν δώμασι . . φιλέειν καὶ τιέμεν 15.543, cf. 14.322; θεὸς (i. e. Calypso) ἥ με . . ἐφίλει τε καὶ ἔτρεφεν 7.256; τίς ἂν φιλέοντι μάχοιτο; who would quarrel with a kind host? 8.208; etc.:—Pass., παρ' ἄμμι φιλήσεαι welcome shalt thou be in our house, Od.1.123, cf. 15.281.    3 opp. ἐρᾶν, τούτους μάλιστά φασι φιλεῖν ὧν ἂν ἐρῶσι regard with affection those for whom they have a passion, Pl.Phdr.231c; ὥστε οὐ μόνον φιλοῖο ἄν, ἀλλὰ καὶ ἐρῷο ὑπ' ἀνθρώπων X.Hier.11.11, cf. Smp.8.21; εἰκὸς τὸ φιλεῖν τοὺς ἐρωμένους Arist.APr.70a6; but φ. is used of lovers, ἥ γ' Εὐρυμάχῳ μισγέσκετο καὶ φιλέεσκεν Od.18.325; Λυσίθεος Μικίωνα φιλῖν φησι μάλισστα τῶν ἐν τῇ πόλει IG12.924; οὐκ ἔστ' ἐραστὴς ὅστις οὐκ ἀεὶ φιλεῖ E.Tr.1051, cf. Hdt.4.176 (Pass.), Ar.Lys.905; of the love of man for wife, ὅς τις ἀνὴρ ἀγαθὸς . . τὴν αὐτοῦ φιλέει (cherishes her) καὶ κήδεται ὡς καὶ ἐγὼ τὴν ἐκ θυμοῦ φίλεον Il.9.343, cf. 486; τὴν αὐτὸς φιλέεσκεν loved and cherished as his wife, ib.450; but ἐμὲ . . ἀτιμάζει, φιλέει δ' ἀΐδηλον Ἄρηα (Hephaestus speaks of Aphrodite) Od.8.309: Com., ὦ Δῆμ', ἐραστής εἰμι σὸς φιλῶ τέ σε καὶ κήδομαί σου Ar.Eq.1341.    b of sexual intercourse, Hsch. s.v. βαίνειν.    4 show outward signs of love, esp. kiss (not in Hom.), φ. τοῖσι στόμασι kiss on the mouth, opp. τὰς παρειὰς φιλέονται, Hdt. 1.134, cf. X.Cyr.1.4.27, Smp.9.5; κατὰ τὸ στόμα AP5.284 (Agath.); φιλήσω . . τὸ σὸν κάρα S.OC1131; πατέρα . . περὶ χεῖρε βαλοῦσα φιλήσει A.Ag.1559 (anap.), cf. Ar.Av.671,674, Pl.Phdr.255e, Ev.Marc.14.44, etc.: c. dupl. acc., τὸ φίλαμα, τὸ . . τὸν Ἄδωνιν . . ἀποθνάσκοντα φίλασεν the kiss wherewith she kissed him, Mosch.3.69:—Med., τὰς παρειάς kiss each other's cheeks, Hdt.l.c.    5 of things as objects of love, like, approve, σχέτλια ἔργα Od.14.83; ἀοιδάν Pi.N.3.7; οὔθ' ἱστῶν ἐφίλησεν ὁδοὺς οὔτε δείπνων . . τέρψιας P.9.18, etc.; αἰσχροκέρδειαν S.Ant.1056, cf. 312; τὰς λευκοτάτας [μάζας] Telecl. 1.6 (anap.); Πράμνιον οἶνον Ephipp.28.    6 of things as the subject, ἡσυχία δὲ φιλεῖ συμπόσιον Pi.N.9.48; ἢ [μίτρη] μαστοὺς ἐφίλησε Call.Epigr.39.    7 in making a request, οἶσθ' ὁτιὴ φιλῶ σ' ἐγώ, κἀμοὶ πιθόμενος ὑπαποκίνει τῆς ὁδοῦ Ar.Av.1010; so τί πράσσει Φηλικίων ὁ ἀγαθός; φιλῶ σε pray, how goes it with the worthy Felicio? Arr.Epict.1.19.20; so perh. in Herod.1.66, πείσθητί μευ, φιλέω σε (but rather 'I speak as a true friend').    II after Hom., c. inf., love to do, be fond of doing, and so to be wont or used to do, φιλέει ὁ θεὸς τὰ ὑπερέχοντα κολούειν Hdt.7.10.έ; ἢν ἁμάρτωσι τοῦ πατρικοῦ τύπου . . φιλέουσι διαφθείρεσθαι Democr.228; Μοῖσα μεμνᾶσθαι φ. Pi. N.1.12, cf. P.3.18; φιλεῖ δὲ τίκτειν ὕβρις . . ὕβριν A.Ag.763 (lyr.); τοῖς θανοῦσί τοι φιλοῦσι πάντες κειμένοις ἐπεγγελᾶν S.Aj.989, etc.; rarely with part. for inf., φιλεῖς δὲ δρῶσ' αὐτὸ σφόδρα Ar.Pl.645.    2 of things, events, etc., αὔρη ἀπὸ ψυχροῦ τινος φιλέει πνέειν Hdt.2.27; φιλεῖ ὠδῖνα τίκτειν νύξ A.Supp.769; ἐμπόρων ἔπη φ. πλανᾶσθαι S.OC 304; φιλεῖ γάρ πως τὰ τοιαῦθ' ἑτέρᾳ τρέπεσθαι Ar.Nu.813 (lyr.); φιλεῖ μεγάλα στρατόπεδα ἐκπλήγνυσθαι Th.4.125; ὃ δὴ φ. ὁ ἔρως ἐμποιεῖν Pl.Smp.182c: esp. with γίγνεσθαι of what usually happens, ἀπὸ πείρης πάντα ἀνθρώποισι φιλέει γίνεσθαι everything comes to man by experience, Hdt.7.9.γ, cf. 7.10.ζ, 7.50, Th.3.42, Isoc.6.104, Pl. R.494c, al.; οἷα φ. γίγνεσθαι Th.7.79, cf. Hdt.8.128; without γίγνεσθαι, οἷα δὴ φιλεῖ as is wont, Pl.R.467b; ὁποῖα φ. Luc.Am.9.    3 impers., φιλέει δέ κως προσημαίνειν (sc. ὁ θεός) , εὖτ' ἂν . . Hdt.6.27; ὡς δὴ φιλεῖ . . λόγον ἔχειν ἀνθρώπους as it is usual for... Plu.Pomp. 73.

German (Pape)

[Seite 1276] lieben; von dem alten Stamme φιλ findet sich bei Hom. aor. med. ( = ἐφίλησα) ἐφίλατο, φίλατο, Il. 5, 61. 20, 304, imperat. φῖλαι, nicht φίλαι zu schreiben, 5, 117. 10, 208, conj. φίλωνται H. h. Cer. 117, bei sp. D., z. B. ἐφίλαο Agath. 7 (V, 284); bei Ap. Rh. 3, 66 aber ist φίλατο pass., wie Μούσαις φιλάμενον Ep. ad. 701 (App. 317); ep. int. praes. φιλήμεναι, Il. 22, 265; φίλημι, φίλησθα, = φιλῶ, φιλεῖς, wird aus Sappho angeführt; φιλέεσκον, Hom.; φιλήσομαι für φιληθήσομαι, Antiph. 1, 19 u. Hom. (s. nachher), gew. πεφιλήσομαι in dieser Bdtg; – 1) lieben, liebhaben; von der Liebe der Götter zu den Menschen, εἰ δὲ καὶ Ἕκτορά περ φιλέεις καὶ κήδεαι αὐτοῦ (ὦ Ζεῦ) Il. 7, 204; μάλα τούς γε φιλεῖ Απόλλων 16, 94; Pind. P. 2, 6 u. Tragg., Liebe zur Gattinn, Il. 9, 340; zu den Eltern und Kindern, gegen Gastfreunde und Fremde, d. i. liebevoll, gastlich aufnehmen, Od. 4, 29. 5, 135. 7, 33. 8, 42. 10, 14. 12, 450. 14, 128. 15, 70. 74. 17, 111 Il. 3, 207. 6, 15; παρ' ἄμμι φιλήσεαι, du wirst uns freundlich willkommen sein, Od. 1, 123, wo das fut. med. in passioer Bdtg steht; vgl. 15, 281. πᾶς τις αὑτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ Eur. Med. 86; auch von sinnlicher Geschlechtsliebe, Il. 9, 450 Od. 18, 325; Her. 4, 176; Ar. Ran. 541 Pax 1038; mit doppeltem acc., φιλεῖν τινα φιλότητα, Od. 15, 245; im pass., φιλεῖσθαι ἔκ τινος, von Einem geliebt werden, Il. 2, 668, παρά τινος 13, 627, gew. ὑπό τινος, Her. 5, 5 u. sonst; in Att. Prosa überall, Ggstz μισέω, Plat. Rep. I, 334 c u. oft; auch = gutheißen, billigen, σχέτλια ἔργα Od. 14, 83; gern haben, ἀοιδάν Pind. N. 3, 7; οὐδ' ἐφίλασε δείπνων τέρψιας N. 9, 19; μέλος πεφιλημένον 4, 45, u. öfter; βίοτον, ὃν πλεῖστον φιλεῖ Soph. O. R. 612; στρατὸς λέσχας πονηρὰς καὶ κακοστόμους φιλεῖ Eur. I. A. 1001, u. sonst. – 2) mit u. ohne στόματι, seine Liebe mit dem Munde zu erkennen geben, küssen, herzen, u. überh. liebkosen; πατέρ' ἀντιάσασα περὶ χεῖρε βαλοῦσα φιλήσει Aesch. Ag. 1540; Soph. O. C. 1133; Ar. Av. 671 Lys. 1036; τοῖσι στόμασι ἀλλήλους φιλέουσι, τὰς παρειὰς φιλέονται, gegenseitig, Her. 1, 134, περιβάλλει τὸν ἐραστὴν καὶ φιλεῖ Plat. Phaedr. 256 a; Xen. Cyr. 1, 3,9 u. öfter, wie Sp. – 3) c. infin., gern thun, gewöhnlich thun; μεμνᾶσθαι φιλεῖ Pind. N. 1, 12; P. 3, 18; φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια, er liebt zu schweigen, Aesch. Spt. 601; φιλεῖ δὲ τίκτειν ὕβρις ὕβριν, es pflegt zu erzeugen, Ag. 741, vgl. Suppl. 750; τοῖς θανοῦσί τοι φιλοῦσι πάντες κειμένοις ἐπεγγελᾶν Soph. Ai. 968, vgl. 1340, u. oft; φιλῶ λέγειν τἀληθὲς αἰεί Eur. Rhes. 394, vgl. Phoen. 854 Med. 48, u. in Prosa, bes. bei Her. häufig, οἷα φιλέει γενέσθαι ἐν πολέμῳ, wie es im Kriege zu gehen pflegt, 8, 128; ἀπὸ πείρης πάντα ἀνθρώποισι φιλέει γίγνεσθαι, durch Versuche pflegt dem Menschen Alles zu Theil zu werden, 7, 9,3, vgl. 2, 27. 3, 82. 6, 27. 9, 122; ὧν τὸ μὲν μετὰ ἀνοίας φιλεῖ γίγνεσθαι Thuc. 3, 42, u. oft; τῷ τρόπῳ δόξα ψευδής τε καὶ ἀληθὴς ἡμῖν φιλεῖ γίγνεσθαι Plat. Phil. 37 b, u. oft; auch ὡς φιλεῖ, οἱα φιλεῖ. sc. γίγνεσθαι, wie gewöhnlich, nach Gewohnheit; οἷα δὴ φιλοῦσιν Plat. Rep. VIII, 565 e; Folgde, τοῦτο πέφυκε καὶ φιλεῖ συμβαίνειν κατὰ φύσιν, Pol. 4, 2,10. – Vgl. übrigens ἀγαπάω u. ἐράω.