θρυαλλίδιον

Revision as of 23:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

τό, Dim. of sq., Luc.Tim.14.

German (Pape)

[Seite 1220] τό, dim. zum Folgdn, Luc. Tim. 14.

Greek (Liddell-Scott)

θρυαλλίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θρυαλλίς, Λουκ. Τίμ. 14.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite mèche de lampe.
Étymologie: θρυαλλίς.

Spanish

mecha

Greek Monolingual

θρυαλλίδιον, τὸ (Α)
φιτιλάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρυαλλίς -ίδος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. αρν-ίον βιβλ-ίον)].

Greek Monotonic

θρυαλλίδιον: τό, υποκορ. του θρυαλλίς, σε Λουκ.