ίσκα

From LSJ
Revision as of 22:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek Monolingual

και ήσκα και ύσκα, η (ΑΜ ἴσκα και ὕσκα)
1. κοινή ονομασία μύκητα που αναπτύσσεται κυρίως πάνω σε οξιές, βαλανιδιές και καρυδιές
2. η ξεραμένη σάρκα του ομώνυμου μύκητα η οποία χρησιμοποιείται ως προσάναμμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ.].