ἰσοζυγής

From LSJ
Revision as of 23:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοζῠγής Medium diacritics: ἰσοζυγής Low diacritics: ισοζυγής Capitals: ΙΣΟΖΥΓΗΣ
Transliteration A: isozygḗs Transliteration B: isozygēs Transliteration C: isozygis Beta Code: i)sozugh/s

English (LSJ)

ές,

   A evenly balanced: equal, AP10.16.3 (Theaet.).

German (Pape)

[Seite 1264] ές, gleich gejocht, übh. gleich, κυπάρισσοι Theaet. Schol. 2 (X, 16).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοζῠγής: -ές, ἴσος τὸ μέγεθος, ἰσοζυγέων κυπαρίσσων, ἀποτελούντων ζεῦγος ἴσον καθ’ ὅλα, Ἀνθ. Π. 10. 16.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. ἰσόζυγος.

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοζυγής, -ές)
ίσος κατά το βάρος με κάποιον άλλο
αρχ.
ίσος κατά το μέγεθος («ἰσοζυγέων κυπαρίσσων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ζυγής (< θ. ζυγ-, πρβλ. -ζύγ-ην, παθ. αόρ. του ζεύγνυμι), πρβλ. μονο-ζυγής, νεο-ζυγής].

Greek Monotonic

ἰσοζῠγής: -ές (ζυγόν), αυτός που είναι ίσος στο μέγεθος με κάποιον άλλον, σε Ανθ.