καθαρουργός
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
English (LSJ)
ὁ,
A baker of fine bread, Sammelb.984.5 (pl., i A.D.), PLond.2.454a (iv A.D.).
Greek Monolingual
καθαρουργός, ὁ (Α)
αρτοποιός που παρασκευάζει εκλεκτό, λευκό άρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -ουργός (< έργον), πρβλ. αγαθ-ουργός, ραδι-ουργός].