καλοβάμων

From LSJ
Revision as of 17:00, 14 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλοβάμων Medium diacritics: καλοβάμων Low diacritics: καλοβάμων Capitals: ΚΑΛΟΒΑΜΩΝ
Transliteration A: kalobámōn Transliteration B: kalobamōn Transliteration C: kalovamon Beta Code: kaloba/mwn

English (LSJ)

[βᾱ], ονος, ὁ, (κάλως)

   A tight-rope walker, Man.4.287.

German (Pape)

[Seite 1312] ονος, auf Hölzern, Stelzen gehend, Man. 4, 287, mit verkürzter erster Salbe.

Greek (Liddell-Scott)

κᾱλοβάμων: βᾱ, ὁ περιπατῶν ἐπὶ ξυλίνων δοράτων ἐχόντων ἐξέχουσάν τινα θέσιν διὰ τὸν πόδα, Λατ. grallator, Μανέθων 4. 287 ἔνθα κᾰλοβάμων χάριν τοῦ μέτρου.

Greek Monolingual

-ον (AM καλοβάμων, -ον)
νεοελλ.
φρ. «καλοβάμονα πτηνά» — τάξη πτηνών με ψηλά και λεπτά πόδια, όπως είναι ο γερανός, ο πελαργός κ.ά.
μσν.-αρχ.
1. αυτός που βαδίζει επάνω σε καλόβαθρα
2. ο σχοινοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- (< επίρρ. καλά) + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων, ταχυ-βάμων].