κάλλαϊς

From LSJ
Revision as of 01:40, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλαϊς Medium diacritics: κάλλαϊς Low diacritics: κάλλαϊς Capitals: ΚΑΛΛΑΪΣ
Transliteration A: kállaïs Transliteration B: kallais Transliteration C: kallais Beta Code: ka/llai+s

English (LSJ)

   A v. κάλα-.

French (Bailly abrégé)

c. κάλαϊς.

Greek Monolingual

και κάλαϊς, η (Α κάλλαϊς και κάλαϊς)
πολύτιμος λίθος γλαυκοπράσινου χρώματος
νεοελλ.
(ορυκτ.) ορυκτό άμορφο με χρώμα γαλάζιο ή πράσινο, κν. περουζές
αρχ.
κόκορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλάινος].

Frisk Etymological English

-ιδος
Grammatical information: f.
Meaning: blue-green stone, turquoise (Plin.)
See also: s. καλάϊνος.