καλλίπρωρος

From LSJ
Revision as of 23:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ueber" to "Über")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönem Vordertheil, Ἀργοῦς σκάφος Eur. Med. 1335. – Übertr., mit schönem Antlitz, Aesch. Spt. 515, στόμα Ag. 227.

Greek Monolingual

καλλίπρῳρος, -ον (Α)
1. (για πλοίο) αυτό που έχει ωραία πλώρη («τὸ καλλίπρῳρον... Ἀργοῡς σκάφος», Ευρ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ο ωραίοςβλάστημα καλλίπρωρον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ. μελάμ-πρῳρος, χρυσό-πρῳρος).