καμακίας
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
σῖτος, ὁ, corn
A which makes too much straw, Thphr.HP 8.7.4.
German (Pape)
[Seite 1315] σῖτος, eine Getreideart, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμᾰκίας: σῖτος, ὁ, εἶδος μακροῦ σίτου, δηλ. ἔχοντος μακρὰν καλάμην, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 7, 4.
Greek Monolingual
καμακίας, ὁ (Α)
φρ. «καμακίας σῑτος» — είδος σίτου με μακρύ καλάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμαξ, -ακος + κατάλ. -ίας].