καρύκη

From LSJ
Revision as of 18:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρῡκη Medium diacritics: καρύκη Low diacritics: καρύκη Capitals: ΚΑΡΥΚΗ
Transliteration A: karýkē Transliteration B: karykē Transliteration C: karyki Beta Code: karu/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A rich sauce, invented by the Lydians, composed of blood and spices, Pherecr.181, Ath.12.516c, Gal.8.568, Max.Tyr.3.9, Luc.Tim.54: in pl., Ath.4.160b, Plu.2.664a. (Freq. written καρύκκη in codd. (as also in derivs.), and this spelling is preferred by Hdn.Gr.1.317.)

German (Pape)

[Seite 1331] ἡ, eigtl. eine von den Lydern erfundene, mit Blut zubereitete, leckerhafte Brühe, Ath. XII, 576 c, vgl. IV, 160 b u. VLL.; übh. sein zugerichtete Speise, bes. Brühe, Luc. Tim. 54 Plut. Symp. 4, 1, 3 E; ζωμοῦ κ. Poll. 6, 56.

Greek (Liddell-Scott)

καρύκη: ῡ, ἡ, «βρῶμα Λύδιον ἐξ αἵματος καὶ ἡδυσμάτων συγκείμενον» Ἡσύχ.· ταρίχη πνικτὰ καὶ καρύκη Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 3, Λυδικὴν καρύκην αὐτόθι 89, πρβλ. Ἡσύχ., Ἀθήν. 516C, πρβλ. 160Β, Πλούτ. 2. 664A, Λουκ. Τίμ. 54· ζωμοῦ κ. Πολυδ. Ϛ’, 56.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
civet lydien ; ragoût délicat en gén.
Étymologie: DELG emprunt lydien.

Greek Monolingual

καρύκη, ἡ (Α)
(ιδίως στη Λυδία) είδος σάλτσας με αίμα και μπαχαρικά («εἴποις δ' ἄν ζωμοὺς καρύκην, καρυκεύματα», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνειο από τη Λυδική.
ΠΑΡ. καρυκεύω
αρχ.
καρύκινος.
ΣΥΝΘ. αρχ. καρυκοειδής, καρυκοποιός.

Greek Monotonic

κᾰρύκη: [ῡ], ἡ, περσικό πιάτο αποτελούμενο από αίμα και πλούσια καρυκεύματα, μπαχαρικά, σε Λουκ.