κελευσμός

From LSJ
Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευσμός Medium diacritics: κελευσμός Low diacritics: κελευσμός Capitals: ΚΕΛΕΥΣΜΟΣ
Transliteration A: keleusmós Transliteration B: keleusmos Transliteration C: kelefsmos Beta Code: keleusmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A order, command, E.IA1130, Cyc.653 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1415] ὁ, das Befehlen, der Befehl, οὐδὲν κελευσμοῦ δεῖ Eur. I. A. 1130, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

κελευσμός: ὁ, πρόσταγμα, παραγγελία, παράγγελμα, παρόρμησις, Εὐρ. Ι. Α. 1130, Κύκλ. 653.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
ordre, commandement.
Étymologie: κελεύω.

Greek Monolingual

κελευσμός, ὁ (Α)
πρόσταγμα, παράγγελμα, προτροπή, παρόρμηση («οὐδὲν κελευσμοῡ δεῑ με», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. κέλευσμα.

Greek Monotonic

κελευσμός: ὁ (κελεύω), διαταγή, προσταγή, σε Ευρ.