κεραυνοκλόνος

From LSJ
Revision as of 19:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνοκλόνος Medium diacritics: κεραυνοκλόνος Low diacritics: κεραυνοκλόνος Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΚΛΟΝΟΣ
Transliteration A: keraunoklónos Transliteration B: keraunoklonos Transliteration C: keravnoklonos Beta Code: keraunoklo/nos

English (LSJ)

ον,

   A causing the din of the thunderbolt, PMag.Par.1.599.

Spanish

que agita el trueno

Greek Monolingual

κεραυνοκλόνος, -ον (Α) αυτός που επιφέρει κλονισμό παρόμοιο με τον κλονισμό, με το τράνταγμα που προξενεί ο κεραυνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -κλόνος (< κλόνος «ταραχή, κλονισμός») πρβλ. πυρι-κλόνος.