κλόνις

From LSJ
Revision as of 02:18, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλόνις Medium diacritics: κλόνις Low diacritics: κλόνις Capitals: ΚΛΟΝΙΣ
Transliteration A: klónis Transliteration B: klonis Transliteration C: klonis Beta Code: klo/nis

English (LSJ)

ιος, ἡ,

   A os sacrum, Antim.65: κλόνιον, τό, = ἰσχίον, ῥάχις, ὀσφύς, Hsch.: κλονιστήρ, ὁ, = παραμήριος μάχαιρα, παρίσχιον, Id. (Cf. Skt. śróṇis 'haunch', Lat. clūnis.)

German (Pape)

[Seite 1456] εως, ἡ, das Heiligen- od. Steißbein, os lumbare, Antim. 59 bei Poll. 2, 178.

Greek (Liddell-Scott)

κλόνις: -ιος, ἡ, = ῥάχις, Ἀντίμαχος παρὰ Πολυδ. Β΄, 178· κλόνιον, τό, = ἰσχίον, Ἡσύχ.· κλονιστήρ, ὁ, = παραμήριος μάχαιρα ὁ αὐτ. (Πρβλ. Σανσκρ. ←rôn-is, Λατ. clunis, clunaclum = κλονιστήρ).

Greek Monolingual

κλόνις, -ιος, ἡ (Α)
1. το ιερό οστό
2. η κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα klou-ni «ισχίο, γλουτός» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. śroni, το αβεστ. sraoniš, το λατ. clunis, το ιρλδ. cluain και το λιθουαν. šlaunis. Πρόβλημα, ωστόσο, παρουσιάζει ο φωνηεντισμός κλον-, που ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα παρετυμολογικής συνδέσεως με το κλόνος.

Frisk Etymological English

-ιος
Grammatical information: f.
Meaning: haunch (Antim. 65);
Derivatives: κλόνιον ἰσχίον, ῥάχις, ὀσφύς and κλονιστήρ παραμήριος μάχαιρα, παρίσχιον H. (cf. Lat. clūnāc(u)lum cultrum sanguinarium ..., quia ad clunes dependet Paul Fest. 50).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The wordt resembles an old IE. word for buttock, hip: Skt. śróṇi-, Lat. clūnis, Celt., e. g. Welsh clun, OWNo. hlaun, Balt., e. g. Lith. šlaunìs, IE. *ḱlounis. As however κλόνις cannot be combined with this (attempts mentioned in Bq and rejected), the word may have been folketymologically adapted to κλόνος (sch. A. Pr. 499 ἀφοὗ καὶ κλόνις ὀνομάζεται διὰ τὸ ἀεικίνητον, scil. ὀσφύς) (Brugmann, e. g. MU 3, 20, Schulze Q. 105 A. 1, Schwyzer 38 n. 1; doubts in Pok. 608; also Specht Ursprung 162 with a morphologically improbable analysis). Diff., not better, Petersson IF 35, 269ff. (against it Kretschmer Glotta 9, 233), Holthausen IF 62, 157.