κλουβί

From LSJ
Revision as of 15:20, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

το (AM κλουβίον, Μ και κλωβίον) νεοελλ.
1. μικρή ή μεγάλη κατασκευή με κάγκελα ή συρματόπλεγμα για την έγκλειση πτηνών ή ζώων
2. μτφ. κάθε μικρός και στενός χώρος («γι' αυτό το κλουβί ζητάει τόσο μεγάλο ενοίκιο;»)
3. παροιμ. «κάλλιο στο κλαδί παρά στο κλουβί» — γι' αυτούς που προτιμούν την ελεύθερη ζωή
4. φρ. «μπήκε στο κλουβί» — παντρεύτηκε
μσν.
1. μικρό δωμάτιο ή κελλί φυλακής
2. φορείο
μσν.-αρχ.
μικρός κλωβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ.-μσν. κλωβ-ίον, υποκορ. του αρχ. κλωβός
για την τροπή του ω σε ου πρβλ. κώδων > κουδούνι].