κοΐ

From LSJ
Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοΐ Medium diacritics: κοΐ Low diacritics: κοί Capitals: ΚΟΙ
Transliteration A: koḯ Transliteration B: koi Transliteration C: koi Beta Code: koi/+

English (LSJ)

onomatop., to express the

   A squeaking of young pigs, Ar.Ach. 780, cf. Hdn.Gr.1.505.

Greek (Liddell-Scott)

κοΐ: ὀνοματοπ., πρὸς ἔκφρασιν τῆς κραυγῆς τῶν χοιριδίων, «ποιὰ τῶν δελφακίων φωνὴ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 780.

French (Bailly abrégé)

interj.
onomatopée pour imiter le couinement du porc.
Syn. γοῖ γοῖ.

Greek Monolingual

κοΐ (Α)
κωμική απομίμηση του γρυλλισμού ή της κραυγής μικρών χοίρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.].

Greek Monotonic

κοΐ: Κωμική λέξη, για να εκφράσει το γρύλλισμα των νεαρών χοίρων, σε Αριστοφ.