φρυγανικός
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
ή, όν,
A = φρυγανώδης, τὰ φ. Thphr.HP1.5.3, 6.6.1; φ. ἔμβλημα Sammelb.7361.13 (iii A. D.): Sup., -ώτατα τῇ προσόψει Thphr.CP3.7.11.
German (Pape)
[Seite 1310] von kurzem, dürrem Holze, Reisig, dazu gehörig, auch = φρυγανώδης, Theophr.