κοιρανώ
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
Greek Monolingual
κοιρανῶ, -έω (Α) κοίρανος
1. είμαι ηγεμόνας, αρχηγός, κυβερνώ («ὧς ὅγε κοιρανέων δίεπε στρατόν», Ομ. Ιλ.)
2. καταδυναστεύω («ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσιν», Ομ. Οδ.)
3. είμαι κύριος κάποιου
4. (σχετικά με χορό) οργανώνω, οδηγώ, ετοιμάζω («οὐδέ γὰρ θεοὶ ἁγνᾱν Χαρίτων ἅτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας», Πίνδ.).