κοιρανώ

From LSJ
Revision as of 14:40, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source

Greek Monolingual

κοιρανῶ, -έω (Α) κοίρανος
1. είμαι ηγεμόνας, αρχηγός, κυβερνώ («ὧς ὅγε κοιρανέων δίεπε στρατόν», Ομ. Ιλ.)
2. καταδυναστεύω («ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσιν», Ομ. Οδ.)
3. είμαι κύριος κάποιου
4. (σχετικά με χορό) οργανώνω, οδηγώ, ετοιμάζωοὐδέ γὰρ θεοὶ ἁγνᾱν Χαρίτων ἅτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας», Πίνδ.).